- ουρά
- (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή.
Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα τους και το μέγεθος της και το σχήμα ποικίλουν. Μερικά ζώα χρησιμοποιούν την ο. τους για να διευκολύνονται στα πηδήματά τους, άλλα για να κρέμονται από αυτήν σε κλαδιά δέντρων, άλλα ως πηδάλιο όταν κολυμπούν ή όταν πετούν, και άλλα για να διώχνουν με αυτήν τα ενοχλητικά έντομα.
Στον άνθρωπο σπάνια υπάρχει ο., η οποία είναι προέκταση του κόκκυγα και συνέχεια του ιερού οστού. Κατά τη λαϊκή παράδοση, όσοι άνθρωποι διαθέτουν την υποτυπώδη αυτή ο. είναι ακμαιότατοι.
* * *και νουρά και ορά, η (ΑΜ οὐρά, Α ιων. τ. οὐρή)1. το τελικό άκρο τού κορμού τού σώματος, συν. επίμηκες και ευκίνητο, το οποίο αποτελεί προέκταση τής σπονδυλικής στήλης ή οποιαδήποτε λεπτή σωματική προέκταση ενός ζώου που μοιάζει με τη δομή αυτή2. (σχετικά με στράτευμα σε πορεία) οπισθοφυλακή, ουραγίανεοελλ.1. οτιδήποτε μοιάζει με ουρά ή αποτελεί το ακραίο τμήμα ενός αντικειμένου (α. «η ουρά τού αεροπλάνου» β. «η ουρά τού νυφικού»)2. το τελευταίο πρόσωπο ή πράγμα σε μία σειρά («ουρά τής φάλαγγας»)3. χημ. τα υγρά υπολείμματα που προκύπτουν κατά την παραγωγή τής αιθυλικής αλκοόλης, δηλ. τού οινοπνεύματος, με τη διαδικασία τής αλκοολικής ζύμωσης σακχαρούχων διαλυμάτων και τής απόσταξής τους, και τα οποία αποτελούνται κυρίως από ζυμέλαια4. ονομασία διαφόρων φυτών5. (για καρπό) μίσχος, κοτσάνι6. μτφ. α) σειρά ανθρώπων που στέκονται με τάξη και περιμένουν για κάτιβ) ο αχώριστος φίλος ενός ατόμου7. φρ. α) «ψέματα με ουρά» — τερατώδη ψέματαβ) «λίρα (ή παράς) με ουρά» — άφθονα χρήματαγ) «έχει ψείρα με ουρά» — είναι γεμάτος ψείρεςδ) «κουνάει την ουρά της»(για γυναίκα) προκαλεί ερωτικάε) «χώνει παντού την ουρά του» — αναμιγνύεται παντού και ιδίως σε υποθέσεις άλλωνστ) «μού έγινε ουρά» — μέ ακολουθεί παντού και πάντα, έχει γίνει η σκιά μουζ) «κάνω ουρά» — περιμένω στη σειράη) «έχει κομμένη την ουρά του» — έχασε τη δύναμη, το θράσος ή την αλαζονεία του8. παροιμ. «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά της» — οι δυσχέρειες ή οι αρνητικές επιπτώσεις μιας κατάστασης φαίνονται αργότερααρχ.1. (ως ευφ.) το αιδοίο2. η αριστερή πτέρυγα φάλαγγας3. φρ. «ρήματος οὐρή» — η ηχώ τού λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὐρά, πιθ. < *ὀρσά (πρβλ. κουρά < *κορσά) ή κατ' άλλους < *ὀρσjά, ανάγεται σε ΙΕ τ. *ersā (πρβλ. αρχ. ιρλδ. err «ουρά»)και συνδέεται με τη λ. ὄρρος «γλουτοί, οπίσθια» (πρβλ. ορσο-δάκνη, ορσο-λόπος). Η αναγωγή ωστόσο τών τ. οὐρά και ὄρρος σε αμάρτυρους αρχικούς τ. *ὀρσά και ὄρσος, αντίστοιχα, γεννά σοβαρά φωνολογικά προβλήματα σχετικά με τη συμπεριφορά τού συμπλέγματος -ρσ- (βλ. και λ. όρρος). Ο νεοελλ. τ. νουρά έχει προέλθει από τη συμπροφορά τού άρθρου την με τη λ. ουρά].
Dictionary of Greek. 2013.